- κάλπις
- κάλπιςpitcherfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καλπίδων — κάλπις pitcher fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιδα — κάλπις pitcher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιδας — κάλπις pitcher fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιδες — κάλπις pitcher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιδι — κάλπις pitcher fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιδος — κάλπις pitcher fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπιν — κάλπις pitcher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπισι — κάλπις pitcher fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek